- συνέκκειμαι
- συν-έκ-κειμαι, mit ausgesetzt sein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνέκκειμαι — Α εκτίθεμαι μαζί με κάποιον ή με κάτι («συνεξέκειτο δὲ αὐτῷ καὶ λίθων ὅρμος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκκειμαι «είμαι ανηρτημένος, εκτίθεμαι»] … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek